κατικμαίνω

κατικμαίνω
κατικμαίνω (Α)
1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι
2. μέσ. κατικμαίνομαι
λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθικμαίνω — (Α) δ. γρφ. αντί τού κατικμαίνω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”